- διαφημιστής
- ο (θηλ. -ίστρια)1. αυτός που κάνει διαφήμιση2. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διαφήμιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφημιστής — ο θηλ. διαφημίστρια αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διαφήμιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λάζαρης, Νίκος — (Νίκαια Πειραιά 1947 –). Διαφημιστής και ποιητής. Αν και σπούδασε δημοσιογραφία και σκηνοθεσία κινηματογράφου, σταδιοδρόμησε τελικά ως διαφημιστής. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, πραγματοποιώντας την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα με… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
Φρενό, Φιλίπ — (Fréneau, Νέα Υόρκη 1752 – Φρίχολντ, Nιου Tζέρσεϊ 1832). Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος. Υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθρώπους των γραμμάτων της λογοτεχνικής ιστορίας της νέας ηπείρου. Ήταν ντεϊστής, υποστηρικτής της σωτηρίας της ψυχής και … Dictionary of Greek